σελινούσιος — celery leaved masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σελινούσιος — (I) ία, ον, Α 1. αυτός που έχει φύλλα όμοια με τα φύλλα τού σέλινου 2. (κατά τον Ησύχ.) «σελινουσία κράμβης εἶδος». [ΕΤΥΜΟΛ. < σέλινον. Ο τ. σελινουσία μάλλον πρέπει να διορθωθεί σε σελινοῦσσα]. (II) ία, ον, Α [Σελινοῡς] φρ. α) «σελινούσιος… … Dictionary of Greek
σελινουσίων — σελινούσιος celery leaved fem gen pl σελινούσιος celery leaved masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σελινουσίης — σελινούσιος celery leaved fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σελινουσίοις — σελινούσιος celery leaved masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σελινουσίους — σελινούσιος celery leaved masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σελινούσιαι — σελινούσιος celery leaved fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σελινούσιοι — σελινούσιος celery leaved masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σελινουσία — σελινουσίᾱ , σελινούσιος celery leaved fem nom/voc/acc dual σελινουσίᾱ , σελινούσιος celery leaved fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σελινουσίας — σελινουσίᾱς , σελινούσιος celery leaved fem acc pl σελινουσίᾱς , σελινούσιος celery leaved fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σελινουσίαν — σελινουσίᾱν , σελινούσιος celery leaved fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)