σελινούσιος

σελινούσιος
σελῑνούσιος, α, ον,
A celery-leaved,

κράμβη Eudem.

ap. Ath.9.369e, Hsch.; but σελινοῦσσα is cj.
II in Thphr.CP3.21.2, [full] Σ. πυρός is prob. wheat of Selinus in Sicily; γῆ Σ. earth used in adulterating indigo, Dsc.5.155, Plin.HN 35.46, 194.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • σελινούσιος — celery leaved masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σελινούσιος — (I) ία, ον, Α 1. αυτός που έχει φύλλα όμοια με τα φύλλα τού σέλινου 2. (κατά τον Ησύχ.) «σελινουσία κράμβης εἶδος». [ΕΤΥΜΟΛ. < σέλινον. Ο τ. σελινουσία μάλλον πρέπει να διορθωθεί σε σελινοῦσσα]. (II) ία, ον, Α [Σελινοῡς] φρ. α) «σελινούσιος… …   Dictionary of Greek

  • σελινουσίων — σελινούσιος celery leaved fem gen pl σελινούσιος celery leaved masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σελινουσίης — σελινούσιος celery leaved fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σελινουσίοις — σελινούσιος celery leaved masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σελινουσίους — σελινούσιος celery leaved masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σελινούσιαι — σελινούσιος celery leaved fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σελινούσιοι — σελινούσιος celery leaved masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σελινουσία — σελινουσίᾱ , σελινούσιος celery leaved fem nom/voc/acc dual σελινουσίᾱ , σελινούσιος celery leaved fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σελινουσίας — σελινουσίᾱς , σελινούσιος celery leaved fem acc pl σελινουσίᾱς , σελινούσιος celery leaved fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σελινουσίαν — σελινουσίᾱν , σελινούσιος celery leaved fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”